- ἐριδμαίνουσιν
- ἐριδμαίνωto provoke to strifepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐριδμαίνωto provoke to strifepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εριδμαίνω — ἐριδμαίνω (Α) 1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω 3. κινώ σε φιλονεικία 4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ ), αναλογικά προς τα ρήματα σε μαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek